κυριττοί

κυριττοί
κυριττοί, οἱ,
A players who wear wooden masks, in Italy, Hsch.; cf. κύριθρα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυριττοί — κυριττοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία …   Dictionary of Greek

  • κυριττοί — players who wear wooden masks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυθαλία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και των νηπίων. Η ονομασία προέρχεται από την κορυθάλη, δάφνινο κλαδί στολισμένο με κορδέλες ή στεφάνι με λουλούδια που κρεμούσαν στις εξώπορτες κατά τις εφηβικές γιορτές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”